Η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα γίνεται μέσω Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) και Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Τραπεζών).
Συνήθως, οι Τράπεζες ασκούν τις επενδυτικές δραστηριότητές τους (διαχείριση χαρτοφυλακίου) μέσω θυγατρικών εταιρειών τους με τη μορφή των ΑΕΠΕΥ. Το γεγονός αυτό δεν καθίσταται πάντα σαφές στον πελάτη, ο οποίος απευθύνεται στην ίδια την Τράπεζα και για τις επενδυτικές του επιδιώξεις. Η Τράπεζα από το άλλο μέρος, διατηρούσα στενούς δεσμούς με τη θυγατρική της εταιρεία (ΑΕΠΕΥ), στην οποία έχει μεταβιβάσει κατ’ ουσίαν, ένα τμήμα της δικής της τραπεζικής ύλης, διαπραγματεύεται και καταρτίζει αυτή τις επενδυτικές συμβάσεις, κατέχοντας έτσι κυρίαρχο ρόλο στη συμβατική σχέση επένδυσης.
- Η Τράπεζα ή η ΑΕΠΕΥ έχει υποχρέωση αφενός μεν να ενημερώνει τους πελάτες της επαρκώς για τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, αφού προβεί πρώτα σε «έλεγχο συμβατότητας» του πελάτη με τα χρηματοπιστωτικά μέσα, προσδιορίζοντας το επενδυτικό του προφίλ, λαμβανομένων υπ’όψιν της χρηματοοικονομικής του κατάστασης και των επενδυτικών του στόχων και στη συνέχεια σε «έλεγχο καταλληλότητας» του χρηματοπιστωτικού μέσου, καθιστώντας σαφές ότι η οποιαδήποτε επενδυτική της συμβουλή και ενέργεια δεν μπορεί να έχει εγγυημένη απόδοση και αφετέρου να εξασφαλίζει το οικονομικό συμφέρον των πελατών της (βέλτιστη εκτέλεση εντολής – επίτευξη βέλτιστου αποτελέσματος).
- Γενικά, η ευθύνη για κάθε πταίσμα, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, θεμελιώνεται στις διατάξεις περί εντολής (713, 714 ΑΚ). Περαιτέρω, όσον αφορά τη βέλτιστη εκτέλεση εντολής επενδυτή, η ευθύνη του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών από την παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης, προκύπτει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 3606/2007 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 και 3 της υπ’ αριθμ. 1/452/1-11-2007 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τίτλο «Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)» (ΦΕΚ Β΄ 2136/1-11-2007). Έτι περαιτέρω, η παράβαση της υποχρέωσης του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών να προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας συνιστά παράνομη πράξη, υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 934/2014, ΠΠΑ 20/2013, ΜΠΑ 6915/2014).
Συμπερασματικά, ανάλογα με τις παραβάσεις του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών, η ευθύνη του μπορεί να είναι είτε συμβατική, είτε αδικοπρακτική και αντιστοίχως, να αξιώνεται εκ μέρους του επενδυτή, και κατά του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών, αποζημίωση είτε της περιουσιακής ζημίας μόνο, είτε της περιουσιακής ζημίας, σε συνδυασμό με την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του (επενδυτή).