Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια πρόκληση για τον Έλληνα επιχειρηματία, που ασχολείται με την παραγωγή και τυποποίηση γεωργικών προϊόντων, να επιλέξει άνοιγμα σε αγορές ολοκληρωτικά καινούργιες. Οι απαιτήσεις είναι υψηλές και οποιοσδήποτε σχεδιάζει να απευθυνθεί στις αγορές του εξωτερικού, πρέπει να εξασφαλίσει την αναμενόμενη ποιότητα, τα δίκτυα διανομής, την προστασία των αγροτικών-διατροφικών προϊόντων, καθώς και την ανάπτυξη ορθών εμπορικών πρακτικών.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η ανάγκη για κατοχύρωση των ονομασιών προέλευσης , λόγω του ανοίγματος των επιχειρηματικών αγορών και της εισόδου νέων πρωταγωνιστών στον εμπορικό κόσμο, είτε αυτοί είναι παραγωγοί, είτε καταναλωτές.
Ολόκληρο το σύστημα των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων ξεκίνησε αρχικά, με τα κρασιά και τα αλκοολούχα ποτά, και ύστερα επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες διατροφικών προϊόντων.
Η ανάγκη μιας συνεχώς αυξανόμενης εξωτερικής ζήτησης, καθώς και της υποστήριξης του θεμιτού ανταγωνισμού στις διεθνείς αγορές, επέβαλε την ανάδειξη προσώπων με υψηλά επαγγελματικά προσόντα, για τον χειρισμό του marketing, της επικοινωνίας, καθώς και την αξιοποίηση και την προστασία των προϊόντων.
Η «ταυτότητα» των προϊόντων προς κατανάλωση αποτελεί έναν από τους κεντρικούς παράγοντες προσέλκυσης των καταναλωτών, ενώ από την άλλη πλευρά αυξάνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.
Πολλές συζητήσεις έχει προκαλέσει, τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη για την προστασία της καταγωγής των αγροτικών προϊόντων, η προσπάθεια για την καταπολέμηση των απομιμήσεων, καθώς και η συνεχής παρότρυνση του Ενωσιακού Νομοθέτη για την πρόβλεψη Νομικής υποστήριξης των υπό προστασία προϊόντων, όχι μόνο από την πλευρά των Κρατών παραγωγής, αλλά και από πλευράς των Κρατών υποδοχής των προϊόντων. Η εισαγωγή του νέου Κανονισμού με Αρ. 1151/2012, με εφαρμογή από 4 Ιανουαρίου 2013, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, που έθεσαν σε εφαρμογή τον Κανονισμό από τις 4 Ιανουρίου 2016, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία του λεγόμενου «πακέτου Ποιότητας».
Τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων ρυθμίζονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) Αριθ. 1151/2012. Αυτός ο Κανονισμός εξυπηρετεί τον κοινό σκοπό από την μία πλευρά, του θεμιτού ανταγωνισμού ανάμεσα σε παραγωγούς και επιχειρηματίες, εφόσον έχουν την δυνατότητα να εξωτερικεύσουν τα στοιχεία, που προσδίδουν αξία στα προϊόντα τους, από την άλλη πλευρά, την διασφάλιση της συνοχής της εσωτερικής αγοράς. Ας εξετάσουμε, όμως, όταν μιλάμε για «Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης» (Π.Ο.Π) και «Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη» [ΠΓΕ] τι ακριβώς εννοούμε;
Σύμφωνα με τον Κανονισμό, ο όρος «προστατευόμενη ονομασία προέλευσης», αναφέρεται στην ονομασία ενός προϊόντος, το οποίο κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις χώρα, του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο ιδιαίτερο γεωγραφικό περιβάλλον, που συμπεριλαμβάνει τους εγγενείς φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες, καθώς επίσης και του οποίου όλα τα στάδια της παραγωγής εκτελούνται εντός της οριοθετημένης περιοχής. Με άλλα λόγια, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης υπογραμμίζει τα εξής στοιχεία:
α) τον τόπο, την περιοχή και σε εξαιρετικές περιπτώσεις την χώρα από τα οποία κατάγεται το προϊόν,
β) το γεγονός ότι η ποιότητα και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος οφείλονται στην ιδιαίτερη γεωγραφική του θέση.
Ένα παράδειγμα πιστοποιημένης ποιότητας προϊόντος αποτελεί η «Φέτα». Όταν κάποιος αγοράζει Φέτα δεν αγοράζει ένα οποιοδήποτε αιγοπρόβειο τυρί, αλλά την πιστοποιημένη ποιότητα προϊόντος, που αποκτήθηκε εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων σε όλα τα στάδια επεξεργασίας του προϊόντος.
Η «Προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη», αντίθετα, αναφέρεται στην ονομασία ταυτοποίησης ενός προϊόντος, επειδή αυτό κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή χώρα, επειδή ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χαρακτηριστικό ή φήμη ή άλλου είδους χαρακτηριστικό, που δεν αναφέρεται στην ποιότητα, οφείλεται κυρίως στην γεωγραφική του προέλευση και επειδή ένα τουλάχιστον από τα στάδια της παραγωγής εκτελείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.
Βασική διαφορά λοιπόν ενός προϊόντος ΠΟΠ και ΠΓΕ , είναι ότι ενώ ένα προϊόν ΠΟΠ απαιτεί όλα τα στάδια παραγωγής του να εκτελούνται εντός των ορίων της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής απ’ όπου και κατάγεται το προϊόν, στα προϊόντα ΠΓΕ δεν είναι απαραίτητο όλα τα στάδια παραγωγής να εκτελούνται εντός συγκεκριμένου γεωγραφικού τόπου. Αρκεί ένα από τα στάδια να έχει εκτελεστεί στην συγκεκριμένη γεωγραφική θέση.
Ένα παράδειγμα προϊόντος ‘ΠΓΕ’ αποτελεί το Κρητικό παξιμάδι, το οποίο εφόσον αποτελεί ΠΓΕ, σημαίνει ότι η πρώτη ύλη μπορεί να προέρχεται και από άλλες περιοχές ή Χώρες, αλλά μία φάση της παραγωγής εκτελείται στην Κρήτη, καθώς προσδίδει εκείνο το χαρακτηριστικό ποιότητας, το οποίο δεν θα είχε, αν ήταν σε άλλη γεωγραφική ζώνη.
Ο Κανονισμός έχει προβλέψει την Προστασία των προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ από κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση, έστω και αν αναφέρεται η πραγματική προέλευση των προϊόντων οποιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τους καταναλωτές όσον αφορά την πραγματική προέλευση του προϊόντος.
Στην Ελλάδα ο αρμόδιος οργανισμός για την έγκριση των αιτημάτων για ένταξη στο σύστημα ελέγχου των προδιαγραφών, που θέτει ο Ενωσιακός Νομοθέτης για την καταχώριση των αιτημάτων πιστοποίησης από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, αλλά και παραγωγούς, είναι ο Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός «ΔΗΜΗΤΡΑ» (πρώην Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων-ΟΠΕΓΕΠ, με διακριτικό τίτλο Agrocert), σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής.