Με σειρά αποφάσεων τα Ανώτατα Δικαστήρια και όχι μόνο έχουν κρίνει πως οι περικοπές που επιβλήθηκαν σε μισθούς και συντάξεις την επταετία των μνημονίων είναι αντισυνταγματικές, ενώ δεν μπορούν να είναι αλόγιστες και δίχως τέλος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο δικαίωσαν τους προσφεύγοντες κατά των περικοπών, λειτουργώντας σε κάποιες περιπτώσεις «πιλοτικά» για πολλές εκκρεμείς δίκες. Ωστόσο, τα αναδρομικά θα διεκδικήσουν σίγουρα και σε περίπτωση δικαίωσης θα εισπράξουν, μόνο όσοι είχαν την πρόνοια να προσφύγουν στην Ελληνική Δικαιοσύνη.
Οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί αφορούν περικοπές που επιβλήθηκαν με τους νόμους 3865/2010, 4864/2010, 3986/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012, 4052/2012, 4093/2012, 4113/2013, 4307/2014, ενώ σε εκκρεμότητα βρίσκεται σειρά προσφυγών κατά του νόμου 4387/2016.
Σημειώνεται ότι αρχικώς, τα δικαστήρια είχαν δείξει ανοχή στις έκτακτες περικοπές αποδοχών συντάξεων και λοιπών δικαιωμάτων, εκτιμώντας ότι αυτές επιβάλλονταν από το δημόσιο συμφέρον για την προστασία και τη μη κατάρρευση της εθνικής οικονομίας. Είχαν επισημάνει, ωστόσο, ότι αυτό οριακώς δικαιολογείτο, αφού υπήρχε έμμεση στέρηση περιουσιακών δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο λόγω του εκτάκτου και περιορισμένου χρονικού διαστήματος εφαρμογής. Στη συνέχεια, όμως, βλέποντας, τα Ανώτατα Δικαστήρια, ότι οι περικοπές αυτές ουδέν αποτέλεσμα δημοσιονομικό επέφεραν, έκριναν αδικαιολόγητο και αδόκιμο τον περιορισμό αυτών των δικαιωμάτων, αφού από κανένα στοιχείο δεν προέρχεται ότι τα μέτρα αυτά ήταν τα προσήκοντα για τη θεραπεία του δημοσιονομικού προβλήματος.
Οι αποφάσεις του ΣτΕ για τους ενστόλους
Από τις πρώτες αποφάσεις, που εκδόθηκαν και άνοιξαν δρόμους για την διεκδίκηση των περικοπών για άλλους μισθωτούς και συνταξιούχους ήταν οι υπ’ αριθμόν 2192-2196/2014 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τις συγκεκριμένες αποφάσεις δικαιώθηκαν οι στρατιωτικοί και εν γένει οι ένστολοι όλων των Σωμάτων, εν ενεργεία και απόστρατοι, για τις αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών τους. Αντισυνταγματικές κρίθηκαν οι μειώσεις, που επιβλήθηκαν αναδρομικά από την 1η Αυγούστου του 2012, κατ’ επιταγή του νόμου 4093/2012, υποχρεώνοντας το κράτος να επιστρέψει τα χρήματα αυτά. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Ολομελείας του ΣτΕ, ο νομοθέτης κατά τη λήψη των επίμαχων νομοθετικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη του τα κριτήρια, που επιτάσσει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των συγκεκριμένων εργαζομένων, αλλά το προδήλως απρόσφορο αριθμητικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο, όλα τα ειδικά μισθολόγια αντιμετωπιζόμενα συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, θα έπρεπε να μειωθούν κατά 10%, μείωση η οποία, λόγω και του σωρευτικού της αποτελέσματος, αθροιστικά και με άλλα νομοθετικά μέτρα οικονομικής και φορολογικής φύσης, ξεπερνά τα ακραία όρια, που θέτει το Σύνταγμα, υπέρβαση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος.
Επισημαίνεται ότι οι παραπάνω αποφάσεις έθεσαν πάλι το θέμα ότι, ναι μεν καταρχήν, οι παλαιότερες περικοπές είχαν κριθεί δικαιολογημένες για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά μόνο έχοντας έκτακτο χαρακτήρα και για περιορισμένο χρόνο εφαρμογής. Το Δικαστήριο δεν πείσθηκε, όμως, ότι τελικά αυτές οι περικοπές οδήγησαν σε κάποιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, με συνέπεια η περαιτέρω, εκ νέου, περικοπή αποδοχών συντάξεων και εν γένει δικαιωμάτων να είναι εντελώς αδικαιολόγητη και απρόσφορη για την επίλυση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η τότε κυβέρνηση προχώρησε σε μερική και κατά το δοκούν εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ, πάλι όμως χωρίς να προσκομίσει κάποια σοβαρή οικονομική και αναλογιστική μελέτη, που να δικαιολογεί τον αυθαίρετο περιορισμό κατά 50% επιστροφής των οφειλομένων προς επιστροφή. Οι ένστολοι, επομένως, έλαβαν μέρος των αναδρομικών που εδικαιούντο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και από την πλευρά της δικαιοσύνης, ενώ ακολούθησαν νέες προσφυγές κατά του νόμου 4307/2014, με τον οποίο προσδιορίστηκαν νέοι συντελεστές των βασικών μισθών των στρατιωτικών και καθορίστηκαν εκ νέου τα επιδόματά τους, με αποτέλεσμα να επέρχονται μειώσεις στις αποδοχές και στις συντάξεις τουλάχιστον κατά 50%, σε σχέση με τους μισθούς και τις συντάξεις του 2012. Με τις θεμελιώδεις αποφάσεις 1125-1129/2016 η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό το νέο μισθολόγιο Σωμάτων Ασφαλείας και Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και την μερική καταβολή των αναδρομικών, που προέκυψαν. Η Ολομέλεια, με εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας κα Παναγιώτα Καρλή, έκρινε ότι τόσο ο νόμος 4307/2014 (άρθρο 86) αλλά και η υπουργική απόφαση, που επανέφερε κατά 50% των περικοπών επί των αποδοχών τους, στο προ του Αυγούστου 2012 καθεστώς, είναι αντισυνταγματική, καθώς προσκρούει στα άρθρα 95, 45, 29 και 23 του Συντάγματος. Κρίθηκαν αντισυνταγματικές, επίσης, γιατί η Πολιτεία προσαρμόστηκε πλημμελώς στις προηγούμενες αποφάσεις του 2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ (2192-2196/2014) και δεν εφάρμοσε τη συνταγματικά προστατευόμενη αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι οι αποδοχές των ενστόλων πρέπει να φτάσουν στα προ της 1ης Αυγούστου 2012 μισθολογικά επίπεδα.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ επεσήμανε ακόμη ότι -όπως επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική έκθεση- ο νόμος 4307/2014 δεν αποτελεί μια αφηρημένη, αδέσμευτη ρύθμιση μισθολογίου, αλλά την αντίδραση του νομοθέτη στις παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ.
Τρόπος υπολογισμού τέλους επιτηδεύματος και εισφοράς αλληλεγγύης
Με τις υπ’ αριθμ. 2563 και 2564/2015 αποφάσεις της, η Ολομέλεια του ΣτΕ κατέληξε στο ότι η υποχρέωση που γεννάται από την επιβολή της επίμαχης εισφοράς, «η οποία δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην αντιμετώπιση της δεινής οικονομικής κρίσης της χώρας, δεν οδηγεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στη δημιουργία υπέρμετρου βάρους, ικανού να κλονίσει την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων ή να εξαντλήσει την αξία των περιουσιακών στοιχείων επί της αντικειμενικής δαπάνης των οποίων επιβάλλεται, ώστε να αναιρείται κατά τρόπο προφανή η σχέση αναλογικότητας που επιβάλλεται να υπάρχει ανάμεσα στους επιδιωκόμενους με την προσβαλλόμενη ρύθμιση σκοπούς και το επιβαλλόμενο με αυτήν βάρος».
Επίσης, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, δεν είναι αντίθετη στην ΕΣΔΑ «ιδίως, ενόψει του ύψους του ποσοστού της εισφοράς (5%) που δεν υπερβαίνει καταδήλως τα κατά την κοινή αντίληψη εύλογα όρια και λαμβανομένου επικουρικώς υπόψη και του γεγονότος ότι αυτή επιβάλλεται μόνο για ένα οικονομικό έτος (2011)».
Όλα αυτά το ΣτΕ τα θεώρησε συνταγματικά επιτρεπόμενα αποκλειστικά και μόνο επειδή έχουν έκτακτο χαρακτήρα και θα επιβληθούν εφάπαξ και όχι ως θεσμοθέτηση πάγιου φόρου. Δηλαδή, είχαν περιορισμένης χρονικής ισχύος εφαρμογή.
Με άλλα λόγια, το ΣτΕ εκφράζει την σκέψη ότι εάν συνεχιστεί η επιβολή του, πλέον του έτους εκείνου, που αρχικά επιβλήθηκε (2011), θα έχει άλλη άποψη.
Επίσης, η Ολομέλεια έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 1 εδάφιο 6 της επίμαχης υπουργικής απόφασης του 2011, «που ορίζουν ότι το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα, επί του οποίου υπολογίζεται το ύψος της επίδικης εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά το μέρος που αναφέρεται στις μειώσεις του άρθρο 19 παράγραφος 2 εδάφιο ζ΄ (ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών). Συνεπώς, σε ότι αφορά στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική η επιβολή της στο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα.
Αντισυνταγματικές οι μειώσεις του ν. 4093/12 σε γιατρούς του ΕΣΥ
Με την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου 7412/2015 κρίθηκε ότι οι περικοπές των συντάξεων των γιατρών, όπως άλλωστε είχε κρίνει αντίστοιχα και για άλλα ειδικά μισθολόγια (δικαστές, στρατιωτικοί κλπ), που θεσπίστηκαν με τον νόμο 4093/2012 και μάλιστα αναδρομικά από την 1η Αυγούστου του 2012, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 25 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την απόφαση, πριν την εν λόγω περικοπή δεν προηγήθηκε ειδική και εμπεριστατωμένη αναλογιστική μελέτη, παραβιάστηκε το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, ενώ επισημαίνεται πως ο νομοθέτης, κατά την άσκηση της νομοθετικής του εξουσίας, οριοθετείται από τον δικαστικό έλεγχο.
Τα βασικά σημεία του σκεπτικού, που ανέπτυξε στην υπ’ αρίθμ. 7412/2015 η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι τα εξής:
– Οι περικοπές του νόμου 4093/12 έγιναν με καθαρά αριθμητικά κριτήρια, χωρίς να εξεταστούν οι επιπτώσεις, εάν δηλαδή απομένουν αποδοχές επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάλογες της αποστολής των ιατρών.
– Οι ισχυρισμοί του Δημοσίου αναφέρονται μεν σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, που επέβαλαν τις περικοπές (για να συνεχιστεί η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, λόγω και της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπόμενων φορολογικών εσόδων, κ.λπ.), αλλά δεν αρκούν για να καταστήσουν τις μειώσεις αυτές συνταγματικά ανεκτές.
Σύμφωνα με την Ολομέλεια του ΕΣ, «ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επιβλήθηκαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2010 που ελήφθησαν, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα, που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν όμως και πάλι – κατά παράβαση του άρθρου 25 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης – την ίδια κατηγορία πολιτών».
– Οι περικοπές αυτές επιβαρύνουν και πάλι τις ίδιες κατηγορίες πολιτών (περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου) χωρίς να μπορεί να στηριχθεί η συνταγματικότητα των μέτρων «στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας» ούτε στη μνημονιακή πρόβλεψη για μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των «ειδικών μισθολογίων». Κι αυτό γιατί ο εθνικός νομοθέτης, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να τηρήσει τις συνταγματικές αρχές (της ισότητας στα βάρη, της αναλογικότητας, της αξιοπρεπούς διαβίωσης) που παραβιάστηκαν.
– Η αναδρομική μείωση (από 1/8/12) αποδοχών των εν ενεργεία και συνταξιούχων ιατρών παραβιάζει «γεννημένα» περιουσιακά δικαιώματα, κατά παράβαση της ΕΣΔΑ, αφού ζητήθηκαν πίσω από το κράτος καταβληθέντες μισθοί και συντάξεις μερικών μηνών, χωρίς να τεκμηριώνονται οι επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ωφέλειας, ούτε η αναγκαιότητα και η προσφορότητα του αναδρομικού μέτρου.
ΣτΕ: Αντισυνταγματικές οι περικοπές στις συντάξεις του Ιδιωτικού Τομέα
Oι τέσσερις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2287, 2288, 2289 και 2290/2015), με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές των νόμων 4051/12 και 4093/2012, αξιολογούνται ως οι σημαντικότερες, που έχουν εκδοθεί και αφορούν τις μνημονιακές μειώσεις των συντάξεων μέχρι σήμερα από την Ελληνική Δικαιοσύνη. Αφορούν τις περικοπές του δευτέρου μνημονίου, που έγιναν στο σύνολο των κυρίων και επικουρικών συντάξεων για όλο το φάσμα των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, πλην του δημοσίου, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των συνταξιούχων.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν τέσσερις Σύλλογοι συνταξιούχων, αλλά και μεμονωμένοι συνταξιούχοι, ζητώντας να ακυρωθεί ως αντίθετη στις διατάξεις του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού, στις διατάξεις του Συντάγματος αλλά και της εν γένει Εθνικής Νομοθεσίας, η απόφαση του υπουργού Εργασίας που επιβάλλει τη μείωση των συντάξεων. Συγκεκριμένα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγαν η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΔΕΗ, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Συνταξιούχων Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος, ο Σύλλογος Συνταξιούχων Αγροτικής Τράπεζας, το Σωματείο Συνταξιούχων ΗΣΑΠ και δεκάδες συνταξιούχοι.
Οι αποφάσεις πρακτικά επιβάλλουν ότι περίπου 800.000 συνταξιούχοι του ΙΚΑ και των ΔΕΚΟ με συντάξεις πάνω από 1.000 ευρώ, θα πάρουν αυξήσεις, αλλά όχι αναδρομικές.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, που έκρινε με οριακή πλειοψηφία (14 υπέρ έναντι 11 κατά), ότι οι περικοπές των συντάξεων, που έγιναν το 2012, προσκρούουν σε συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, και σε άλλες επιταγές άρθρων του Συντάγματος, όπως αυτές των άρθρων 2, 4, 22, 25, 106.
Σύμφωνα με την Ολομέλεια, το Σύνταγμα επιβάλλει στο κράτος, όταν λαμβάνονται μέτρα περικοπής των συντάξεων, να προβαίνει «σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα, αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης εν όψει των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν αθροιστικά, αποτέλεσμα τέτοιο, που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση». Από τα παραπάνω, συνάγεται η εκτίμηση πως πριν τις περικοπές που έγιναν το 2012, δεν προηγήθηκε επιστημονική μελέτη για τις επιπτώσεις, που θα υπάρχουν στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων από τις περικοπές των συντάξεων, αλλά και την αναγκαιότητα των περικοπών αυτών.
Επίσης, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως, ή ως προς το περιεχόμενο της επίμαχης μελέτης, θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όπως είναι όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει πως τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας…». Το ίδιο άρθρο κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους.
Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την ασθένεια, την αναπηρία και το γήρας. Οι παράγοντες αυτοί (ασφαλιστικός κίνδυνος) αναιρούν την ικανότητά του ατόμου να εργάζεται και συνεπώς υποβαθμίζουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του, ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου». Συνεπώς, οι Ανώτατοι Δικαστές επισημαίνουν στο σκεπτικό τους ότι η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό, που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, δηλαδή τη χορήγηση στο συνταξιούχο παροχών τέτοιων, που να του επιτρέπουν να διαβιώνει, με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού βίου».
Η κοινωνική ασφάλιση είναι υποχρεωτική και παρέχεται αποκλειστικώς από το κράτος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, επισημαίνει η Ολομέλεια του ΣτΕ, η παροχή της κοινωνικής ασφάλισης από το κράτος συνιστά εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, σε αντίθεση με τους επιχειρηματικούς κινδύνους, που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς.
Στις ίδιες αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρεται: «η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση περιλαμβάνει και τη μέριμνα για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών».
Στην ετυμηγορία του το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο λοιπόν, επισημαίνει πως η μέριμνα του κράτους για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει και την απευθείας χρηματοδότησή τους από τον προϋπολογισμό.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, μάλιστα, χαρακτηρίζει «συνταγματικώς μη ανεκτή» την αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση, χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στην χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Δηλαδή, η Ολομέλεια του Στε κρίνει πως το κράτος υποχρεούται να συνδράμει τα Ταμεία για την καταβολή των επικουρικών συντάξεων εάν αυτά δεν έχουν κεφάλαια, παρά τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος που νομοθετήθηκε το 2010.
Ωστόσο, για τις περικοπές των συντάξεων των ετών 2010 και 2011, η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι δεν παραβιάστηκαν οι συνταγματικοί κανόνες. Και αυτό γιατί οι περικοπές έγιναν κάτω από την πίεση «όλως εξαιρετικών περιστάσεων» και ήταν επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση της τότε Κυβέρνησης για «άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως».
Νεότερη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (660/16) παγίωσε τις αποφάσεις, που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές (των Ν. 4051 και Ν. 4093/12, για σχεδόν όλες τις κατηγορίες συνταξιούχων, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ειδικών μισθολογίων), με την πιο πρόσφατη αυτή απόφαση επισημαίνεται πως θεωρείται αυτονόητη η υποχρεωτική επαναφορά των συντάξεων στα επίπεδα του Ιουλίου του 2012.
ΕΣ: Αντισυνταγματική η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
Με την υπ΄αριθμ. 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου η Ειδική εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων κρίθηκε ως αντισυνταγματική.
Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου δέχθηκε, με ευρεία πλειοψηφία (25-9 ψήφοι), την αντισυνταγματικότητα των νόμων, που επέβαλλαν την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και πρόβλεψαν την αύξησή της αργότερα (ν. 3863/10, 3865/10, 3896/11, 4002/11), ενώ σε νεότερη διάσκεψη δέχθηκε, με οριακή πλειοψηφία (15-12 ψήφοι), ότι η αντισυνταγματικότητα για όσους δεν προσέφυγαν δικαστικά θα ίσχυε από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δεν θα είχε αναδρομική εφαρμογή.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΕΣ) διαμορφώνεται στην κατεύθυνση του να μη δέχονται, πλέον, την επιστροφή αναδρομικών σε όλους, παρά μόνο σε όσους προσφεύγουν στα δικαστήρια, αναγνωρίζοντας την αντισυνταγματικότητα των περικοπών (μισθών, συντάξεων) μόνο για το μέλλον.
Τυχόν αναδρομικότητα της απόφασης για την Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων θα προκαλούσε μια «μαύρη τρύπα» στα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς θα σήμαινε επιστροφή τουλάχιστον 1-2 δισ. ευρώ, αφού η παρακράτηση είχε ισχύ από το 2010. Γι΄αυτό και δύσκολα δίνονται τα αναδρομικά σε συνταξιούχους, οι οποίοι δεν έχουν προσφύγει οι ίδιοι στη δικαιοσύνη.
Στην πιλοτική απόφαση, το Ελεγκτικό Συνέδριο δέχεται πως οι νόμοι, που επέβαλαν την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και την αύξησαν θίγουν συνταγματικές αρχές, που αφορούν την ισότητα στα δημόσια βάρη, την αναλογικότητα, την προστατευόμενη εμπιστοσύνη προς το κράτος, την κοινωνική ασφάλιση.
Η απόφαση τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΑΣ ως αμιγές μέτρο διαταμειακής – διαγενεακής αλληλεγγύης, ανεξάρτητο της νομοθετικής στόχευσης για εν ευρεία εννοία ανταποδοτικότητα, αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς δεν αιτιολογείται επαρκώς η επιβολή καθ’εαυτήν του επίμαχου βάρους αποκλειστικά στους συνταξιούχους της παρούσας γενεάς τόσο του Δημοσίου, όσο και των λοιπών Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, ως ενιαίας κατηγορίας, εν όψει του ότι το μέτρο υπερβαίνει τα όρια του συνταξιοδοτικού σχήματος και των κατ’ ιδίαν ασφαλιστικών κοινοτήτων, στις οποίες ανήκουν οι βαρυνόμενοι.
Επίσης, δεν αιτιολογείται επαρκώς ούτε η εσωτερική διαρρύθμιση της οικείας εισφοράς, σχετικά με τον καθορισμό του ύψους και των συντελεστών της ΕΑΣ, καθιστώντας έτσι μη εφικτό και τον σχετικό δικαστικό έλεγχο.
Κατά την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι δυσμενείς ασφαλιστικοί δείκτες (που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων) και η διατάραξη της ασφαλιστικής ισορροπίας και μάλιστα της αναλογίας ανάμεσα σε ενεργούς ασφαλισμένους-συνταξιούχους αποτελούν λόγους, που μπορούν να δικαιολογήσουν μόνο κατ’ αρχήν την αναγκαιότητα λήψης μέτρων (περικοπή συνταξιοδοτικών δαπανών, αύξηση εσόδων του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος).
Δεν μπορούν, όμως, να δικαιολογήσουν την επίρριψη του σχετικού γενικευμένου κοινωνικοασφαλιστικού βάρους στην κατηγορία των συνταξιούχων, που εμφανίζουν και εγγενή δυσχέρεια αναπλήρωσης του εισοδήματός τους σε σχέση με τους ενεργούς.
Επίσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο παρατηρεί ότι η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων δεν αποτελεί έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο προς ελάφρυνση του προϋπολογισμού, αλλά παρέμβαση διαρθρωτικού χαρακτήρα υπό τη μορφή πάγιου μηχανισμού χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο της κοινωνικοασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων των νόμων 3863 και 3865/10.
Ωστόσο, η έλλειψη ώριμης, πλήρους και επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης, από την οποία να προκύπτει το αναγκαίο και πρόσφορο τόσο της επιβολής της ΕΑΣ, όσο και του ύψους της για τη βιωσιμότητα του συστήματος, παραβιάζει τη συνταγματική υποχρέωση για διασφάλιση της αναλογιστικής και οικονομικής βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, αλλά και τη συνταγματική αρχή της ασφαλείας δικαίου.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο τονίζει ακόμα ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη η ομοιόμορφη μεταχείριση αφενός των συνταξιούχων του Δημοσίου, πρώην δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων, στρατιωτικών και όσων λαμβάνουν σύνταξη με αυτό το σύστημα συνταξιοδότησης και αφετέρου των κοινών ασφαλισμένων των ΦΚΑ, αλλά και η θεσμοθέτηση υποχρέωσης για την πρώτη κατηγορία να συμβάλει με το επίμαχο διαταμειακό βάρος στη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.
Κι αυτό γιατί οι δημόσιοι λειτουργοί, υπάλληλοι, στρατιωτικοί κλπ., όταν συνταξιοδοτούνται, συνιστούν ιδιαίτερη κατηγορία, που δεν μετέχει στους κινδύνους του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος υπό την ιδιότητα του ασφαλισμένου και ευθέως ωφελουμένου από την ύπαρξή του, η όποια δε επιβάρυνσή τους, με σκοπό την χρηματική ενίσχυση του συγκεκριμένου τομέα της κρατικής δράσης και την κάλυψη των ελλειμμάτων του ή για την καταβολή μελλοντικών συντάξεων, πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο εθνικής-κοινωνικής αλληλεγγύης και με βάση την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών.
Απόφαση 3780/2016 Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών
Oι αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων λειτουργούν πιλοτικά για αρκετές εκκρεμείς προσφυγές μισθωτών και συνταξιούχων. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση υπ’ αριθμ 3780/2016 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές στις συντάξεις που πραγματοποιήθηκαν με τους νόμους 4051/2012, 4113/2013.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις που επιβλήθηκαν με τους παραπάνω νόμους, αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ.4, 4 παρ.5, και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Στο δικαστήριο είχε προσφύγει συνταξιούχος του ΕΤΑΑ και δικαιώθηκε με το σκεπτικό της απόφασης να επισημαίνει πως είναι ευθύνη του ταμείου να καταβάλει αποζημίωση ίση με τις διαφορές των συντάξεων για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2013.
Η ετυμηγορία βασίζεται στη ήδη διαμορφωμένη νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Έτσι στο σκεπτικό επισημαίνεται ότι η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει το συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η χορήγηση στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων, που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως ( διατροφή, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή, με τρόπο που δεν αφίσταται πάντως ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού βίου.
Ως εκ τούτου, οι διατάξεις των νόμων 4051/12 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012 (Μεσοπρόθεσμο) και τα επείγοντα μέτρα εφαρμογή του ν. 4046/12 αντίκεινται στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα:
- Στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος),
- Στην αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος),
- Στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι παραπάνω μειώσεις αντίκεινται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνεπώς είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επίσης, το δικαστήριο επισημαίνει πως η αντισυνταγματικότητα αφορά τόσο τις κύριες, όσο και τις επικουρικές συντάξεις.
Μάλιστα, το δικαστήριο αναγνώρισε ότι αδίκως εξαιρούνται από τις περικοπές των νόμων 4093/2012 και 4113/213 μόνο οι συνταξιούχοι του δημοσίου με 80% αναπηρία. Ο προσφεύγων ήταν συνταξιούχος του ΕΤΑΑ και ο ίδιος είχε ποσοστό αναπηρίας άνω του 80%.
Σύμφωνα με το νόμο, για τα υπόλοιπα ταμεία, πλην του Δημοσίου, εξαιρούνται μόνο όσοι είναι παραπληγικοί ή τετραπληγικοί. Το δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός αυτό αντιβαίνει στην συνταγματική αρχής της ισότητας, συνεπώς δικαίωσε τον προσφεύγοντα συνταξιούχο και του αναγνώρισε το δικαίωμα επιστροφής αναδρομικώς των κρατήσεων αυτών.