Τα τελευταία χρόνια οι συνταξιούχοι της Ελλάδας της κρίσης παρακολουθούν με αγανάκτηση τις συντάξεις τους να μειώνονται με βάση νομοθετικές προβλέψεις που ψηφίζονται από την Ελληνική Πολιτεία στα πλαίσια της συμμόρφωσης σε μνημονιακές υποχρεώσεις. Ο Ν. 4024/2011 ≪Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015≫ προβλέπει τέτοιου είδους κρατήσεις. Η Ελληνική Δικαιοσύνη και ειδικότερα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έμεινε αμέτοχη, αλλά πήρε θέση με αποφάσεις της υπέρ της προστασίας του πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των συνταξιούχων.
Ειδικότερα, με την υπ΄αρ. 734/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι ναι μεν με το άρθρο 22 § 5 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή των προϋποθέσεων χορηγήσεως εφάπαξ παροχών, εφόσον προκύπτει αιτιολογημένως ότι η διατήρηση του ασφαλιστικού κεφαλαίου μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, πλην οι επεμβάσεις αυτές, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών γενικώς, αλλά και, ειδικότερα, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά τη συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, στο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, προσέτι δε να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και να μην παραβιάζεται η αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 2194/2014 Ολ. σκ. 17). Μείωση δε απονεμομένων ασφαλιστικών παροχών μόνο υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγματος.
Επίσης, εισήχθη λόγω σπουδαιότητας με σχετική πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας αγωγή, η οποία έχει ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την ως άνω αγωγή, η ενάγουσα, συνταξιούχος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ζητεί : α) να υποχρεωθούν οι εν λόγω ασφαλιστικοί οργανισμοί να της καταβάλουν νομιμοτόκως το συνολικό ποσόν των 13.616,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσόν, κατά το οποίο, περιορίσθηκαν οι απονεμηθείσες σε αυτήν από τους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς συντάξεις (κύρια και επικουρική), δυνάμει i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 και β) να επανέλθει η σύνταξή της στο ποσό, που προσδιορίσθηκε με τις αντίστοιχες πράξεις απονομής.
Κρίθηκε λοιπόν η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται εκτός των άλλων κυρίως με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010).
Όταν, όμως, προκύπτει αιτιολογημένα ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης οφείλει να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα, αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Τέλος, αναφορά πρέπει να γίνει στην υπ΄αρ. 2288/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε τα παρακάτω, κατόπιν εισηχθήσας αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Βάσει αυτής οι ενάγοντες, συνταξιούχοι του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του εναγομένου Ιδρύματος, ζητούν να υποχρεωθεί το τελευταίο να καταβάλει στον καθένα τους νομιμοτόκως τα ποσά που αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, και τα οποία αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους κατ’ εφαρμογή των ανίσχυρων, όπως ισχυρίζονται, διατάξεων των άρθρων τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011, 2 του ν. 4024/2011, 6 παρ. 1 του ν. 4051/2012 και πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012.
Ειδικότερα, επισημαίνεται στην εν λόγω απόφαση ότι ο νομοθέτης όφειλε να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων, που προκάλεσαν το πρόβλημα της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών και, εν όψει των παραγόντων αυτών κυρίως δε, της παρατεινόμενης ύφεσης και της συνακόλουθης αύξησης της ανεργίας συνεπεία μέτρων (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Έτσι, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα τέτοια μελέτη και ότι το μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή.