BCLA - Δικηγορική εταιρεία: +30 2110121395

ΕΦΚΑ Εθνική Ανταποδοτική Σύνταξη 28-2-17

Από 1.1.2017 λειτουργεί ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ). Στόχος αυτού σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας είναι η βελτίωση της εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Η ενοποίηση των μητρώων εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων έχει επιπλέον σκοπό την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Αυτές τις ημέρες δόθηκε παράταση για την καταβολή των εισφορών Ιανουαρίου των μη μισθωτών ασφαλισμένων (αγροτών, αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών) στον ΕΦΚΑ, έως την Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017.

Από τη σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας διευκρινίζεται η ανταποδοτική και η εθνική σύνταξη που θα δοθεί μέσα από τον ΕΦΚΑ. Όπως ορίζεται από τις νέες συντάξεις θα απαιτηθεί το εισόδημα από το 2002 και μετά. Σύμφωνα με την εγκύκλιο η οποία εφαρμόζει όλες τις διατάξεις για το νέο Ασφαλιστικό, προβλέπεται η διαδικασία αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων ή καταβλητέων, κατά την 12.05.2016, κύριων συντάξεων των φορέων κύριας ασφάλισης, πλην των συντάξεων του ΟΓΑ, σε εφαρμογή των ενιαίων πλέον κανόνων του ΕΦΚΑ.

Με τη συγκεκριμένη διαδικασία σκοπός είναι να εναρμονιστούν οι συντάξεις όσων έχουν γίνει συνταξιούχοι πριν το νέο Ασφαλιστικό με τους ενιαίους κανόνες του ΕΦΚΑ (εθνική και ανταποδοτική σύνταξη) και να προστατευτούν οι συντάξεις αυτές με την πρόβλεψη χορήγησης προσωπικής διαφοράς στις περιπτώσεις που το καταβαλλόμενο ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα προκύψει κατά τον επαναϋπολογισμό τους. Συνεπώς μέχρι τις 31.12.2018 οι κύριες συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την 12.5.2016 διατάξεις. Μέχρι τις 30.6.2017 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο επαναϋπολογισμός του 100% των συντάξεων και η αναπροσαρμογή θα πρέπει να έχει κι αυτή ολοκληρωθεί μέχρι τις 30.9.2017. Επομένως, η διαδικασία της αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 30.9.2017, ενώ η αναπροσαρμοσμένη σύνταξη και η προκύπτουσα προσωπική διαφορά θα πρέπει να έχουν αποτυπωθεί στο οικείο πληροφοριακό σύστημα έως την 1.1.2018.

Στις περιπτώσεις που το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης είναι μεγαλύτερο του ποσού που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής, δηλαδή η διαφορά είναι θετική, το επιπλέον πόσο εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά και μετά την 1.1.2019, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψη του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων που θα προκύψει με το νέο Ασφαλιστικό. Στις περιπτώσεις που το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης είναι μικρότερο του ποσού που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής, δηλαδή η διαφορά είναι αρνητική, τότε το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς, σταδιακά και ισόποσα, εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής από 1.1.2019.

Η διαδικασία αναπροσαρμογής αφορά όλες τις κύριες συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου), οι οποίες εντάσσονται στον ΕΦΚΑ από 1.1.2017  πλην του ΟΓΑ. Από την διαδικασία αναπροσαρμογής εξαιρούνται και οι συντάξεις που χορηγούνται από το Ταμείο Σύνταξης της Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, αναπροσαρμόζονται οι ήδη καταβαλλόμενες ή καταβλητέες κατά την 12.05.2016 συντάξεις. Συνεπώς, συντάξεις για τις οποίες η συνταξιοδοτική απόφαση εκδόθηκε μετά την 12.5.2016 όμως η έναρξη συνταξιοδότησης ανατρέχει σε προγενέστερη ημερομηνία και υπολογίζονται με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων.

Η διαδικασία αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων, περιλαμβάνει δύο διακριτά στάδια προκειμένου να καθοριστεί στη συνέχεια η προσωπική διαφορά της σύνταξης για κάθε συνταξιούχο:

Επανϋπολογισμός των συντάξεων ως προϋπόθεση για την αναπροσαρμογή (Έλεγχος στοιχείων ηλεκτρονικών αρχείων): Στο συγκεκριμένο στάδιο πραγματοποιείται από τον ΕΦΚΑ ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (πλην της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΟΓΑ) κατ’ αρχήν έλεγχος των στοιχείων βάσει των οποίων χορηγήθηκε η ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης και τις υπόλοιπες γενικές και ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η πληρότητα και ορθότητα των απαιτούμενων για την αναπροσαρμογή στοιχείων των ηλεκτρονικών αρχείων.

Σημειώνεται ότι κατά το στάδιο αυτό δεν ελέγχεται η ορθότητα των στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκε η σύνταξη προκειμένου να γίνει αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής απόφασης, αλλά σκοπός είναι η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού αρχείου στο οποίο θα περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα (χρόνος ασφάλισης, συντάξιμες αποδοχές, ασφαλιστικές κλάσεις ή ασφαλιστικές κατηγορίες, ποσοστό αναπλήρωσης, πιθανή μείωση λόγω λήψης μειωμένης σύνταξης κ.λπ.) προκειμένου να εφαρμοστούν οι προβλέψεις του νέου Ασφαλιστικού, στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Συνεπώς, οι φορείς κύριας ασφάλισης που δεν έχουν ηλεκτρονικά αρχεία που να περιλαμβάνουν τα ανωτέρω στοιχεία θα πρέπει να μεριμνήσουν άμεσα για τη δημιουργία τους, αναζητώντας τον προσφορότερο για το σκοπό αυτό τρόπο,

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθότητα των στοιχείων που θα καταχωρηθούν στο ηλεκτρονικό αρχείο, οι φορείς κύριας ασφάλισης θα πρέπει στη συνέχεια να προχωρήσουν σε επανϋπολογισμό των συντάξεων με χρήση του ηλεκτρονικού αρχείου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο. Τα μεικτά ποσά σύνταξης (ακαθάριστο ποσό) που θα προκύψουν με τη χρήση του ηλεκτρονικού αρχείου συγκρίνονται με τα μεικτά ποσά σύνταξης (ακαθάριστο ποσό) που οι φορείς χορηγούν στους συνταξιούχους. Εάν η διαφορά που προκύπτει για κάθε συνταξιούχο μεταξύ των δύο αυτών ποσών συντάξεων είναι μικρότερη, κατ’ απόλυτη τιμή, του 5%, θεωρείται ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό αρχείο είναι ορθά. Εάν όμως η διαφορά είναι κατ’ απόλυτη τιμή μεγαλύτερη του 5%, τότε οι φορείς θα πρέπει να ανατρέξουν στο συνταξιοδοτικό φάκελο ή σε οποιαδήποτε άλλη πηγή κρίνεται πρόσφορη, για παράδειγμα με τη χρήση στατιστικών στοιχείων για όμοια χαρακτηριστικά συντάξεων, προκειμένου να επαληθευτεί η ορθότητα των στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί στο ηλεκτρονικό αρχείο και να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις, ώστε η απόκλιση να μην υπερβαίνει κατ’ απόλυτη τιμή το 5%.

Δεδομένου ότι για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, θα ληφθεί υπόψη το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, είναι πιθανόν να προκύψουν διαφορές σε σχέση με το χρόνο ασφάλισης βάσει του οποίου υπολογίστηκε η ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη. Για παράδειγμα, εάν ο συνταξιούχος είχε συνολικό χρόνο ασφάλισης 45 ετών όμως η σύνταξή του με βάση το ισχύον κατά τη συνταξιοδότησή του νομοθετικό πλαίσιο υπολογίστηκε για 40 έτη ασφάλισης, στο ηλεκτρονικό αρχείο θα πρέπει να καταχωρηθεί η πρόσθετη πληροφορία ότι ο συνολικός χρόνος ασφάλισης είναι 45 έτη. Αντίστοιχα, εάν ο συνταξιούχος, για παράδειγμα είχε συνολικό χρόνο ασφάλισης 15 ετών, όμως η σύνταξή του με βάση το ισχύον κατά τη συνταξιοδότησή του νομοθετικό πλαίσιο υπολογίστηκε για 20 έτη ασφάλισης, και στην περίπτωση αυτή στο ηλεκτρονικό αρχείο θα πρέπει να καταχωρηθεί και η πρόσθετη αυτή πληροφορία ότι ο συνολικός χρόνος ασφάλισης είναι 15 έτη. Ειδική μέριμνα θα πρέπει να υπάρξει για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας ή λόγω θανάτου συνεπεία εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, καθώς στις περιπτώσεις που προβλέπεται η χορήγηση κατωτάτου ορίου ίσο με το διπλάσιο ποσό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί στα 20 έτη ασφάλισης. Στους φορείς κύριας ασφάλισης που δεν υφίσταται η εν λόγω διάκριση και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εάν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, οι περιπτώσεις αυτές θα αντιμετωπίζονται όπως η συνταξιοδότηση για κοινή νόσο. Αντίστοιχα, δεδομένου ότι για τις συντάξεις που χορηγούνται σε τυφλούς, προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις ως προς το ύψος της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, οι περιπτώσεις υφιστάμενων συνταξιούχων που συνταξιοδοτήθηκαν λόγω τυφλότητας, θα πρέπει να υπάρξει διάκρισή τους σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους.

Όσον αφορά στους διπλοσυνταξιούχους (παράλληλη λήψη δύο ή περισσότερων συντάξεων από ίδιο δικαίωμα), θα πρέπει να υπάρξει διάκρισή τους σε σχέση με τους δικαιούχους μίας σύνταξης, καθώς στην περίπτωσή τους θα πρέπει να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 36 του ν.4387/2016 περί παράλληλης ασφάλισης. Ειδικά οι υπηρεσίες του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ, δεδομένου ότι η αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων αφορά και την λήψη παροχής από τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων, θα πρέπει να καταχωρήσουν στο ηλεκτρονικό αρχείο τον χρόνο ασφάλισης που πραγματικά έχει διανυθεί στην ασφάλιση του Κλάδου, καθώς η αναπροσαρμογή της παροχής θα γίνει με βάση το χρόνο παραμονής στον Κλάδο και όχι με βάση τα έτη ασφάλισης που λήφθηκαν υπόψη κατά τη συνταξιοδότηση.

Επισημαίνεται ότι οι φορείς κύριας ασφάλισης που διαθέτουν ελεγμένα τα απαραίτητα για την αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή, δεν χρειάζεται να προχωρήσουν στις ανωτέρω ενέργειες, και μπορούν να προχωρήσουν στο δεύτερο στάδιο της αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων.

Αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων: Σύμφωνα με την εγκύκλιο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανυπολογισμού (επανελέγχου) των καταβαλλόμενων συντάξεων και τη δημιουργία κατάλληλου ηλεκτρονικού αρχείου, εφόσον δεν υφίσταται ήδη σχετικό αρχείο, οι φορείς κύριας ασφάλισης προχωρούν στη διαδικασία αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων. Με βάση τις προβλέψεις του Ασφαλιστικού «Κατρουγκαλού» η χορηγηθείσα σύνταξη αποτελεί το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης. Συνεπώς, για κάθε συνταξιούχο (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου) θα υπολογιστεί, με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισης, η δικαιούμενη εθνική και ανταποδοτική σύνταξη.

Η εγκύκλιος αναφέρει ότι όσον αφορά στην αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων λόγω θανάτου, αναπροσαρμόζεται το ποσό της σύνταξης, όμως το νέο ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή και η προσωπική διαφορά επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται από το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο.

Εθνική Σύνταξη

Η Εθνική Σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα έτη ασφάλισης, και συνεπώς κυμαίνεται από €345,60 για χρόνο ασφάλισης μέχρι 15 έτη έως €384,00 για χρόνο ασφάλισης 20 και πλέον έτη. Για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος η Εθνική Σύνταξη δεν μειώνεται με βάση τα έτη διαμονής στην Ελλάδα, συνεπώς θεωρείται ότι σε όλες τις περιπτώσεις αποδεικνύεται διαμονή 40 ετών στην Ελλάδα από το 15ο έτος της ηλικίας έως την ηλικία συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος με μειωμένη σύνταξη η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη αναλογικά.

Η κατά τα ανωτέρω μείωση της εθνικής σύνταξης, προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας που έχουν συνταξιοδοτηθεί από φορείς κύριας ασφάλισης που προβλέπουν την καταβολή μειωμένης σύνταξης ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας (για παράδειγμα το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας. Σε περίπτωση όμως, που η σύνταξη καταβάλλεται από φορέα κύριας ασφάλισης που δεν προβλέπει την καταβολή μειωμένης σύνταξης ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας για παράδειγμα ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ για τους παλαιούς ασφαλισμένους η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται χωρίς μείωση θεωρώντας ότι ο συνταξιούχος έχει αναπηρία άνω του 80%. Για τους ανάπηρους συνταξιούχους λόγω γήρατος  καταβάλλεται το πλήρες ποσό της Εθνικής Σύνταξης (€384,00), ανεξαρτήτως του χρόνου ασφάλισης, χωρίς καμία μείωση λόγω διαμονής ή ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας.

Τα παραπάνω εφαρμόζονται αντίστοιχα και για τον υπολογισμό Εθνικής Σύνταξης σε συνταξιούχους λόγω θανάτου, ανάλογα με το εάν ο θανών ήταν συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή γήρατος με τις ειδικές διατάξεις για τους ΑμεΑ με αναπηρία άνω του 67%. Εάν ο χρόνος ασφάλισης, όπως αποτυπώνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο, δεν είναι σε ακέραια έτη, αλλά υπάρχει και πλεονάζον χρόνος, για τον επιπλέον αυτό χρόνο οι συνταξιούχοι λαμβάνουν αναλογία της Εθνικής Σύνταξης (σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για τον υπολογισμό της Εθνικής Σύνταξης).

Ανταποδοτική Σύνταξη

Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, εφαρμόζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης με το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης να προκύπτει κλιμακωτά ανάλογα με τα έτη ασφάλισης που είχε ο συνταξιούχος κατά τη συνταξιοδότησή του . Αυτά μπορεί να διαφοροποιούνται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από τα έτη ασφάλισης βάσει των οποίων υπολογίστηκε η σύνταξη με βάση το προγενέστερο ανά φορέα κύριας ασφάλισης νομοθετικό πλαίσιο. Και στην περίπτωση αυτή εάν ο χρόνος ασφάλισης, όπως αποτυπώνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο, δεν είναι σε ακέραια έτη αλλά υπάρχει και πλεονάζον χρόνος, για τον επιπλέον αυτό χρόνο υπολογίζεται αναλογία του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για τον υπολογισμό της Ανταποδοτικής Σύνταξης.

Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με συνυπολογισμό πλασματικού χρόνου ασφάλισης χωρίς εξαγορά (χρόνος επιδοτούμενης ανεργίας, λήψης σύνταξης αναπηρίας κ.λπ.), ο χρόνος αυτός λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό μόνο της Εθνικής Σύνταξης. Για τους ανάπηρους συνταξιούχους λόγω γήρατος, η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται για 35 έτη ασφάλισης και όχι με βάση τον πραγματικό χρόνο ασφάλισης (εκτός και εάν ο πραγματικός χρόνος είναι μεγαλύτερος των 35 ετών). Στην περίπτωση της αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, δεν αναζητούνται οι συντάξιμες αποδοχές, αλλά ως βάση για την αναπροσαρμογή της κύριας σύνταξης λαμβάνεται, ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, βάση αποτελεί ο συντάξιμος μισθός που προέκυψε στον απονέμοντα φορέα.

Σε περίπτωση που ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή τεκμαρτά ποσά, ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται αφού ληφθεί υπόψη η τρέχουσα τιμή τους κατά την 13/5/2016. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ως συντάξιμος μισθός υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης έως την 13/5/2016. Συνεπώς στην περίπτωση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, όπου οι συνταξιούχοι κατά τον υπολογισμό της σύνταξής τους είχαν καταταγεί με βάση τις αποδοχές τους σε ασφαλιστικές κλάσεις, ως συντάξιμος μισθός για την αναπροσαρμογή της σύνταξης λαμβάνεται το 25πλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης, όπως έχει διαμορφωθεί από 1/10/2008. Για παράδειγμα, εάν ο συνταξιούχος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ έχει καταταχθεί στην 26η ασφαλιστική κλάση έχοντας συμπληρώσει 35 έτη ασφάλισης, ως συντάξιμος μισθός για την αναπροσαρμογή της σύνταξης θεωρείται το ποσό των €2.198,25 (25 x €87,93). Συνεπώς, η ανταποδοτική σύνταξη για 35 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε €2.198,25 x 33,81% = €743,23.

Scroll to Top