Εδώ και επτά περίπου χρόνια η χώρα μας βιώνει μια βαθιά οικονομική κρίση. Οι επιπτώσεις της είναι εμφανείς όχι μόνο στο πορτοφόλι μας αλλά και στην καθημερινότητά μας. Γύρω μας επικρατεί θλίψη, απογοήτευση, αβεβαιότητα για το μέλλον, θυμός και – πάνω απ’ όλα –έλλειψη εμπιστοσύνης. Δεν εμπιστευόμαστε τίποτα και κανέναν. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς αυτό που έχουν ανάγκη όλοι οι Έλληνες, που απελπίζονται βλέποντας κόπους μιας ζωής να χάνονται ή να τους γίνονται βάρος αντί να τους αποφέρουν οφέλη, έχουν έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Αυτός είναι η δική μας δικηγορική εταιρεία: η BCLA – Δημητρίου και συνεργάτες (ΑΜ ΔΣΑ 80544). H BCLA είναι μια σύγχρονη Δικηγορική εταιρεία με έδρα την Καλλιθέα η οποία αποτελείται τόσο από έμπειρους όσο και από νεότερους δικηγόρους, αλλά και από αρκετούς συμβούλους υποστήριξης που έχουν εξειδικευτεί σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρείας είναι έτοιμο να σας ακούσει και να σας καθοδηγήσει αναφορικά με πλήθος νομικών ζητημάτων.
Ένας από τους παράγοντες που έχουν συμβάλλει στην οικονομική κατάρρευση των Ελλήνων είναι και η άδικη και παράνομη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας που με τόσο κόπο απέκτησαν ή δημιούργησαν τα προηγούμενα χρόνια. Και σε αυτό το πρόβλημα η BCLA είναι δίπλα σας , έτοιμη να υπερασπιστεί τα δικαιώματά σας.
Η Κυβέρνηση προσανατολίζεται στη διατήρηση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και φέτος και το 2018. Η αντικατάσταση του ΕΝΦΙΑ με νέο, πιο δίκαιο φόρο ακινήτων προγραμματίζεται να υλοποιηθεί μετά το 2018. Μετατέθηκε για το 2019, ίσως και για το 2020, καθώς έχει συμπεριληφθεί στα λεγόμενα «αντισταθμιστικά» μέτρα τα οποία θα εφαρμοστούν μόνο εφόσον επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% του ΑΕΠ το 2019 ή τα επόμενα έτη.
Ο νέος φόρος ακίνητης περιουσίας, που έχει αρχίσει να σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο, θα έχει μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία και δομή σε σχέση με τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. Για να γίνει ο υπολογισμός του θα λαμβάνεται υπόψη συνδυαστικά η αξία των ακινήτων και τα εισοδήματα των φορολογούμενων, δηλαδή η φοροδοτική ικανότητα.
Φέτος, η κυβέρνηση θα εφαρμόσει και πάλι τον ΕΝΦΙΑ και μάλιστα επί των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στις αρχές Ιανουαρίου του 2016. Ο ΕΝΦΙΑ θα επιβληθεί και φέτος σε περισσότερους από 6 εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων, με μικρές μεταβολές σε σύγκριση με τα όσα ίσχυσαν το 2016. Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ και το 2017 επί των ισχυουσών αντικειμενικών αξιών των ακινήτων κι όχι επί των πραγματικών τιμών της κτηματαγοράς, όπως υποσχόταν παλαιότερα η κυβέρνηση, είναι μια εξέλιξη η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών δεν έχουν ακόμη καταφέρει να καταρτίσουν το νέο σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με το οποίο θα αντικατασταθεί το ισχύον σύστημα των αντικειμενικών αξιών. Αποτέλεσμα είναι πως η αντικατάσταση του ΕΝΦΙΑ με έναν νέο φόρο ακινήτων, που θα αναδιανείμει δικαιότερα τα φορολογικά βάρη καθυστερεί , την στιγμή που έχουν ήδη προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας χιλιάδες φορολογούμενοι οι οποίοι ζητούν να κριθεί αντισυνταγματικός ο ΕΝΦΙΑ.
Οι φορολογούμενοι, επικαλούνται τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα «περί αδικαιολόγητου πλουτισμού», καταλογίζουν στο Δημόσιο ότι «τέλεσε αδικοπραξία» σε βάρος τους και γι’ αυτό οφείλει να τους αποζημιώσει (αφού τους έχει επιβαρύνει με τις αντικειμενικές αξίες του 2007 που θεωρούνται υπερδιπλάσιες των πραγματικών εμπορικών αξιών), επιστρέφοντας τους τουλάχιστον τα ποσά της τελευταίας 3ετίας.
Οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν πως θα επωφεληθούν από την κήρυξη διατάξεων ως αντισυνταγματικών, μόνο όσοι θα προσφύγουν στα δικαστήρια, λόγω της νομολογίας που χάραξαν τα τελευταία χρόνια τα ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο).
Ο ΕΝΦΙΑ είναι αντισυνταγματικός, γιατί στηρίζεται στις διογκωμένες αντικειμενικές αξίες. Δεν υπήρξε καμία συμμόρφωση προς όσα επέδειξαν οι αποφάσεις – τελεσίγραφα της Ολομέλειας του ΣτΕ – που όρισαν τον τρόπο προσδιορισμού τους με βάση τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι τελευταίες αποκάλυψαν τη μεγάλη πτώση των αγοραίων – εμπορικών αξιών των ακινήτων, σε ύψος υποπολλαπλάσιο των αντικειμενικών.
Η αντισυνταγματικότητα θεμελιώνεται νομικά στο γεγονός πως στον ΕΝΦΙΑ ενσωματώθηκε το «χαράτσι της ΔΕΗ» (το ΕΕΤΗΔΕ, που μετονομάστηκε μετά από δύο έτη σε ΕΕΤΑ) που είχε έκτακτο μόνο χαρακτήρα (διετή), ενώ είχε εννοηθεί ότι τυχόν επέκτασή του (πόσω μάλλον η μονιμοποίησή του) θα δημιουργήσει συνταγματικά αδιέξοδα.
Επιπρόσθετα, ο φόρος είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας , αφού δεν συνεκτιμά εάν ο φορολογούμενος διαθέτει φοροδοτική ικανότητα για να ανταποκριθεί στην πληρωμή, με συνέπεια να απειλείται με δήμευση της περιουσίας του ή με εξαναγκασμό εκποίησης της.
Τέλος, παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις και τις διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν την περιουσία, καθώς και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπουν ένα κράτος δικαίου.
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας είχε καταθέσει το 2014 προσφυγή κατά της πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα.
Με τη προσφυγή του ο ΔΣΑ αμφισβήτησε την συνταγματικότητα του επίμαχου φόρου και επισήμανε ότι η ορθή εφαρμογή και επιβολή του απαιτεί εκκαθάριση επί της πραγματικής αγοραστικής αξίας και όχι με το σύστημα αντικειμενικών αξιών. «Η φορολόγηση απρόσοδης ακίνητης περιουσίας», τονίζεται στη προσφυγή, «καταλήγει απροκάλυπτα στη (μερική) δήμευση της και συνακόλουθα σε εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών. Η δήμευση/απαλλοτρίωση περιουσιακού δικαιώματος και δη ακίνητης περιουσίας είναι δυνατή κατά το Σύνταγμα μόνο εφόσον καταβληθεί αντίστοιχη στην αξία του ακινήτου αποζημίωση (άρθρο 17). «Σωρευτικά με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, παραβιάζονται τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 17, 78 παρ.1 του Συντάγματος».
«Η φορολόγηση με αντικείμενο τη περιουσία, πρέπει να ανταποκρίνεται στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών… Μόνη η διατήρηση ακίνητης περιουσίας», αναφερόταν χαρακτηριστικά, «όποια κι αν είναι η αξία της, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει φοροδοτική ικανότητα, εφόσον δεν διαπιστώνεται ανάλογη οικονομική δυνατότητα, ήτοι παραγωγή εισοδήματος για τον φορολογούμενο, η οποία να επαρκεί για την κάλυψη των φορολογικών επιβαρύνσεων που αποδίδονται στην ακίνητη περιουσία».
Όπως τονίστηκε, θα πρέπει τα εισοδήματα όχι μόνο να επαρκούν για καταβολή των φόρων αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει στον φορολογούμενο, κατ’ επιταγήν και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 του Συντάγματος).